- κατασκελής
- κατασκελής, -ές (Α)1. (για ύφος) ισχνός, αδύνατος («κατασκελὴς φράσις», Διον. Αλ.)2. δύσκολος («κατασκελὴς μέθοδος», Πτολ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκελέςη ανεπάρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκελής (< σκέλλομαι «ξηραίνομαι»). Η αναγωγή του σε τ. *σκέλος προσκρούει στην ύπαρξη τού ομώνυμου σκέλος «κάτω άκρο»].
Dictionary of Greek. 2013.